προεισπέμπω

προεισπέμπω
προεισ-πέμπω,
A send in before, X.Cyr.5.2.6, J.AJ 14.11.6, Luc.Alex.11, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προεισπέμπω — Α στέλνω κάποιον κάπου προηγουμένως («προεισπέμψας οὖν ὁ Κῡρος προσκόπους... αὐτὸς οὕτως εἰσήει», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰσπέμπω «στέλνω κάποιον κάπου»] …   Dictionary of Greek

  • προεισπέμπει — προεισπέμπω send in before pres ind mp 2nd sg προεισπέμπει , προεισπέμπω send in before pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμπω — ΝΜΑ 1. ενεργώ προκειμένου να μεταφερθεί κάποιος ή κάτι σε έναν προορισμό, στέλνω, αποστέλλω 2. στέλνω ή φροντίζω ώστε να σταλεί κάποιος κάπου για χάρη μου νεοελλ. παροιμ. «πέψε μου να σού πέψω» όσο μέ περιποιείσαι σέ περιποιούμαι και εγώ αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • προεισεπέμπου — προεισπέμπω send in before imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεισπέμπεται — προεισπέμπω send in before pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεισπέμψας — προεισπέμψᾱς , προεισπέμπω send in before aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”